I. palestino [palesˈtino, -a] ΕΠΊΘ, palestina
II. palestino [palesˈtino, -a] ΟΥΣ αρσ/θηλ
-
- palestinese m/f
Palestina [palesˈtina] ΟΥΣ θηλ
- Palestina
- Palestina f
- Palestina
- Palestina f
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.