Oxford Spanish Dictionary
tributario1 (tributaria) ΕΠΊΘ
1. tributario (de los impuestos):
- tributario (tributaria)
- tax προσδιορ
2. tributario río:
- tributario (tributaria)
- tributary προσδιορ
tributario2 ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
tributario (-a) ΕΠΊΘ
- tributary state
- tributario, -a
tributario (-a) [tri·βu·ˈta·rjo, -a] ΕΠΊΘ
- tributary state
- tributario, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.