Oxford Spanish Dictionary
querendón (querendona) ΕΠΊΘ λατινοαμερ
1. querendón οικ (cariñoso):
- querendón (querendona)
-
2. querendón (enamoradizo):
- querendón (querendona)
-
στο λεξικό PONS
querendón (-ona) ΕΠΊΘ λατινοαμερ
- querendón (-ona)
-
- querendón (-ona)
-
querendón (-ona) [ke·ren·ˈdon, -·ˈdo·na] ΕΠΊΘ λατινοαμερ
- querendón (-ona)
-
- querendón (-ona)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.