Oxford Spanish Dictionary
parlante1 ΕΠΊΘ
- parlante
- talking προσδιορ
parlante2 ΟΥΣ αρσ λατινοαμερ
1. parlante (en un lugar público):
- parlante
-
2. parlante (de un equipo de música):
- parlante
-
-
- parlante αρσ λατινοαμερ
-
- -parlante
-
- parlante αρσ Ν Αμερ
στο λεξικό PONS
-
- parlante
-
- parlante
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.