Oxford Spanish Dictionary
odontólogo (odontóloga) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- odontólogo (odontóloga)
-
- odontólogo (odontóloga)
-
στο λεξικό PONS
odontólogo (-a) ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΙΑΤΡ
- odontólogo (-a)
-
odontólogo (-a) [o·don·ˈto·lo·ɣo, -a] ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΙΑΤΡ
- odontólogo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.