Oxford Spanish Dictionary
leñador (leñadora) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- leñador (leñadora)
-
-
- leñador αρσ
-
- leñador αρσ
-
- leñador αρσ
στο λεξικό PONS
leñador(a) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- leñador(a)
-
- leñador(a)
-
-
- leñador(a) αρσ (θηλ)
-
- leñador(a) αρσ (θηλ)
-
- leñador αρσ
leñador(a) [le·ɲa·ˈdor, -·ˈdo·ra] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- leñador(a)
-
- leñador(a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.