Oxford Spanish Dictionary
στο λεξικό PONS
interrogativo (-a) ΕΠΊΘ
1. interrogativo (mirada):
- interrogativo (-a)
-
2. interrogativo ΓΛΩΣΣ (pronombre, oración):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.