Oxford Spanish Dictionary
inmaterial ΕΠΊΘ
1. inmaterial (abstracto):
- inmaterial problema/tema
-
2. inmaterial (intangible):
- inmaterial figura/cuerpo
-
- inmaterial figura/cuerpo
- immaterial τυπικ
activo intangible, activo inmaterial ΟΥΣ αρσ
- patrimonio inmaterial
-
-
- patrimonio αρσ inmaterial
- immaterial being/reality
- inmaterial
στο λεξικό PONS
-
- inmaterial
-
- inmaterial
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.