Oxford Spanish Dictionary
ingeniera mecánica ΟΥΣ θηλ
ingeniero mecánico ΟΥΣ αρσ
mecánico1 (mecánica) ΕΠΊΘ
1. mecánico ΜΗΧΑΝΙΚΉ:
- mecánico (mecánica)
-
mecánico2 (mecánica) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
3. mecánico (de fotocopiadoras, lavadoras):
mecánica ΟΥΣ θηλ
2.1. mecánica (técnica):
στο λεξικό PONS
I. mecánico (-a) ΕΠΊΘ
- mecánico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.