Oxford Spanish Dictionary
imputación ΟΥΣ θηλ τυπικ
- imputación
-
- imputación
- imputation τυπικ
-
- imputación θηλ τυπικ
-
- imputación θηλ τυπικ
-
- imputación θηλ τυπικ
- ascription to sb/sth
-
-
- imputación θηλ τυπικ
στο λεξικό PONS
imputación ΟΥΣ θηλ
1. imputación (insinuación):
- imputación
-
2. imputación (acusación):
- imputación
-
-
- imputación θηλ
imputación [im·pu·ta·ˈsjon, -ˈθjon] ΟΥΣ θηλ
- imputación
-
-
- imputación θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- impunidad
- impuntual
- impuntualidad
- impureza
- impurificar
- imputación
- imputar
- imputrescible
- IMSS
- in
- in-