ictus <pl ictus> ΟΥΣ αρσ
1. ictus ΓΛΩΣΣ:
- ictus
- ictus
2. ictus ΙΑΤΡ:
- ictus
- ictus
- ictus ΓΛΩΣΣ, ΛΟΓΟΤ
- ictus αρσ
- ictus
- ictus αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.