Oxford Spanish Dictionary
escolástico (escolástica) ΕΠΊΘ
1. escolástico ΦΙΛΟΣ:
- escolástico (escolástica)
-
2. escolástico lenguaje:
- escolástico (escolástica)
-
- los seguidores del método escolástico
-
-
- escolástico
στο λεξικό PONS
- scholastic ΦΙΛΟΣ
- escolástico, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- escofina
- escoger
- escogido
- escogimiento
- escolar
- escolástico
- escolero
- escoleta
- escolio
- escoliosis
- escollar