Oxford Spanish Dictionary
energético (energética) ΕΠΊΘ
1. energético crisis/política/recursos:
- energético (energética)
- energy προσδιορ
2. energético alimento:
- energético (energética)
-
- energético (energética)
-
στο λεξικό PONS
energético (-a) ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.