Oxford Spanish Dictionary
correlativo (correlativa) ΕΠΊΘ τυπικ
- correlativo (correlativa)
- correlative τυπικ
- correlative conjunction/pronoun
-
στο λεξικό PONS
correlativo (-a) ΕΠΊΘ τυπικ
- correlativo (-a)
-
- numeración correlativa
-
correlativo (-a) [ko·rre·la·ˈti·βo, -a] ΕΠΊΘ τυπικ
- correlativo (-a)
-
- numeración correlativa
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- numeración correlativa