Oxford Spanish Dictionary
vida contemplativa ΟΥΣ θηλ
- vida contemplativa
-
contemplativo (contemplativa) ΕΠΊΘ
- contemplativo (contemplativa)
-
- contemplative ΘΡΗΣΚ
-
στο λεξικό PONS
contemplativo (-a) ΕΠΊΘ
contemplativo (-a) [kon·tem·pla·ˈti·βo, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.