Oxford Spanish Dictionary
constitutivo (constitutiva) ΕΠΊΘ
constitutivo elemento/parte:
- constitutivo (constitutiva)
- constituent προσδιορ
- constituent τυπικ
-
στο λεξικό PONS
constitutivo (-a) ΕΠΊΘ
- constitutivo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.