autárquico (autárquica) ΕΠΊΘ
1. autárquico (autosuficiente):
- autárquico (autárquica)
-
- autárquico (autárquica)
-
2. autárquico (autocrático):
- autárquico (autárquica)
-
- autárquico (autárquica)
-
- autárquico (autárquica)
-
-
- autárquico
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.