Oxford Spanish Dictionary
asegurador1 (aseguradora) ΕΠΊΘ
asegurador compañía:
- asegurador (aseguradora)
- insurance προσδιορ
I. asegurador2 (aseguradora) ΟΥΣ αρσ (θηλ) (persona)
II. aseguradora ΟΥΣ θηλ (compañía)
sindicato de aseguradores ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
asegurador(a) ΟΥΣ αρσ(θηλ) (persona)
asegurador(a) [a·se·ɣu·ra·ˈdor, -·ˈdo·ra] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.