Oxford Spanish Dictionary
underwriter [αμερικ ˈəndə(r)ˌraɪdər, βρετ ˈʌndərʌɪtə] ΟΥΣ
1. underwriter:
2. underwriter (on stock exchange):
- underwriter
-
στο λεξικό PONS
underwriter [ˈʌndərˌaɪtəʳ, αμερικ -dɚˌraɪt̬ɚ] ΟΥΣ
- underwriter
-
underwriter [ˈʌn·dər·ˌraɪ·t̬ər] ΟΥΣ
- underwriter
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.