Oxford Spanish Dictionary
aparatoso (aparatosa) ΕΠΊΘ
1. aparatoso:
2. aparatoso caída/accidente:
- aparatoso (aparatosa)
-
στο λεξικό PONS
aparatoso (-a) ΕΠΊΘ
1. aparatoso (ostentoso):
- aparatoso (-a)
-
aparatoso (-a) [a·pa·ra·ˈto·so, -a] ΕΠΊΘ
1. aparatoso (ostentoso):
- aparatoso (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.