Oxford Spanish Dictionary
 
  
 analgésico1 (analgésica) ΕΠΊΘ
-  analgésico (analgésica)
-  
-  analgésico (analgésica)
-  painkilling προσδιορ
analgésico2 ΟΥΣ αρσ
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 analgésico ΟΥΣ αρσ
 
  
  
  
 analgésico [a·nal·ˈxe·si·ko] ΟΥΣ αρσ
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
