Oxford Spanish Dictionary
aguerrido (aguerrida) ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
1. aguerrido (valiente):
στο λεξικό PONS
aguerrido (-a) ΕΠΊΘ (fuerte)
- aguerrido (-a)
-
aguerrido (-a) [a·ɣe·ˈrri·do, -a] ΕΠΊΘ (fuerte)
- aguerrido (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.