Oxford Spanish Dictionary
apostólico (apostólica) ΕΠΊΘ
1. apostólico (de los apóstoles):
- apostólico (apostólica)
-
2. apostólico (del Papa):
- apostólico (apostólica)
-
- apostólico (apostólica)
-
delegado apostólico ΟΥΣ αρσ
- nuncio, tb. nuncio apostólico
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.