φάσ|η <-εις> [ˈfasi] SUBST θηλ
1. φάση (και ΦΥΣ, ΗΛΕΚ):
- φάση
- Phase θηλ
- αρνητική φάση (ανοσολογική)
-
- εναρκτήρια φάση
- Startphase θηλ
- τελική φάση
- Schlussphase θηλ
-
- Phasenänderung θηλ
- αντιστροφέας αρσ φάσης
- Phasenumkehrer αρσ
- αντιστροφή θηλ φάσης
- Phasenumkehr θηλ
-
- Phasenwinkel αρσ
- διαμόρφωση θηλ φάσης
- Phasenmodulation θηλ
-
- Phasendifferenz θηλ
-
- Phasenkorrektur θηλ
-
- Phasengleichheit θηλ
- καθυστέρηση θηλ φάσης
-
-
- Phasenumwandlung θηλ
- μεταλλάκτης αρσ φάσης
- Phasenkonverter αρσ
- μεταλλάκτης αρσ φάσης
- Phasenumformer αρσ
- μετατόπιση θηλ φάσης
-
- ορθογωνισμός αρσ φάσης
- Phasenquadratur θηλ
2. φάση ΓΕΩΛ:
- φάση
- Fazies θηλ
-
- Fazieskarte θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.