πληροφόρησ|η <-εις> [plirɔˈfɔrisi] SUBST θηλ
- πληροφόρηση
- Informierung θηλ
- ασύμμετρη πληροφόρηση ΟΙΚΟΝ
-
- δικαίωμα ουδ πληροφόρησης
- Auskunftsrecht ουδ
- δίκτυο θηλ πληροφόρησης
- Informationsnetz ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- ασύμμετρη πληροφόρηση ΟΙΚΟΝ