I. κεραυνοβολ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [cɛravnɔvɔˈlɔ] VERB μεταβ
1. κεραυνοβολώ (χτυπώ με κεραυνό):
- κεραυνοβολώ
-
2. κεραυνοβολώ ΗΛΕΚ:
3. κεραυνοβολώ μτφ (με ματιά):
- κεραυνοβολώ
-
II. κεραυνοβολ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [cɛravnɔvɔˈlɔ] (ρίχνω κεραυνούς)
- κεραυνοβολώ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.