θεληματικ|ός <-ή, -ό> [θɛlimatiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. θεληματικός (εκούσιος):
- θεληματικός
-
2. θεληματικός (σκόπιμος):
- θεληματικός
-
3. θεληματικός (αποφασιστικός):
- θεληματικός
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.