δεχτός
δεχτός s. δεκτός
δεκτ|ός [ðɛkˈtɔs], δεχτ|ός [ðɛxˈtɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ
1. δεκτός (με το οποίο συμφωνεί κανείς):
ιδιωτισμοί:
δεκτ|ός [ðɛkˈtɔs], δεχτ|ός [ðɛxˈtɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ
1. δεκτός (με το οποίο συμφωνεί κανείς):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.