δείρ-
δείρ- s. δέρνω
δ|έρνω <-ειρα, -άρθηκα, -αρμένος> [ˈðɛrnɔ] VERB μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.