I. αρν|ιέμαι [arˈɲɛmɛ], αρν|ούμαι [arˈnumɛ] <-ήθηκα> VERB αποθ ρήμα μεταβ
1. αρνιέμαι (παραλαβή, βοήθεια, συμμετοχή):
- αρνιέμαι
-
2. αρνιέμαι (κατηγορία, ενοχή):
- αρνιέμαι
-
3. αρνιέμαι (πρόταση, προσφορά, πρόσκληση, ευθύνη):
- αρνιέμαι
-
4. αρνιέμαι (απαρνιέμαι):
- αρνιέμαι
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.