απαιτητικ|ός <-ή, -ό> [apɛtitiˈkɔs] ΕΠΊΘ (άνθρωπος, δουλειά)
απαιτούμεν|ος <-η, -ο> [apɛˈtumɛnɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.