ακτινοβολία [aktinɔvɔˈlia] SUBST θηλ
1. ακτινοβολία ΦΥΣ:
- ακτινοβολία
- Strahlung θηλ
- ασύμφωνη ακτινοβολία
-
- ετερογενής ακτινοβολία
-
- ηλιακή ακτινοβολία
- Sonnenstrahlung θηλ
- ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
-
- ακτινοβολία θερμότητας, θερμική ακτινοβολία
- Wärmestrahlung θηλ
- ιοντίζουσα ακτινοβολία
-
- παραμένουσα ακτινοβολία
- Reststrahlung θηλ
- ακτινοβολία περιβάλλοντος
-
- πρωτογενής ακτινοβολία
- Primärstrahlung θηλ
- πυρηνική ακτινοβολία
- Kernstrahlung θηλ
- τεχνητή ακτινοβολία
-
- υπεριώδης ακτινοβολία
-
- υπεριώδης ακτινοβολία
-
- υπέρυθρη ακτινοβολία
-
- φυσική ακτινοβολία
-
- αντίσταση θηλ ακτινοβολίας ΗΛΕΚ
-
- ένταση θηλ ακτινοβολίας
-
- ευαίσθητος στην ακτινοβολία
-
- ζώνη θηλ ακτινοβολίας ΓΕΩΓΡ
- Strahlungsgürtel αρσ
- νόμοι αρσ πλ (της) ακτινοβολίας
-
- πηγή θηλ ακτινοβολίας
- Strahlungsquelle θηλ
- πίεση θηλ ακτινοβολίας ΗΛΕΚ
- Strahlungsdruck αρσ
2. ακτινοβολία μτφ (προσώπου, χαμόγελου):
- ακτινοβολία
- Strahlen ουδ
ακτινοβολία SUBST
- ακτινοβολία υποβάθρου ΑΣΤΡΟΝ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- ακτινοβολία θερμότητας, θερμική ακτινοβολία
- Wärmestrahlung θηλ
- ακτινοβολία θηλ γάμμα
- Gammastrahlung θηλ
- ιοντίζουσα ακτινοβολία
- ασύμφωνη ακτινοβολία
- πολυχρωματική ακτινοβολία