- σύμβαση
- Vereinbarung θηλ
- σύμβαση
- Vertrag αρσ
- βασική σύμβαση
- Grundvertrag αρσ
- σύμβαση αβαρίας ΝΑΥΣ
- Havarievertrag αρσ
- αμφοτεροβαρής σύμβαση ΝΟΜ
- Synallage θηλ
- σύμβαση δανείου
- Darlehensvertrag αρσ
- εικονική σύμβαση
- Scheinvertrag αρσ
- σύμβαση εργασίας
- Arbeitsvertrag αρσ
- σύμβαση εκχώρησης
-
- εμπορική σύμβαση
- Handelsvertrag αρσ
- εταιρική σύμβαση
-
- κύρια σύμβαση
- Hauptvertrag αρσ
- μυστική σύμβαση
- Geheimvertrag αρσ
- συνδικαλιστική σύμβαση
-
- σύμβαση συνεργασίας
-
- τροποποιητική σύμβαση
- Änderungsvertrag αρσ
- τροποποιητική σύμβαση
-
- χρηματοδοτική σύμβαση
-
-
- Vertragsdauer θηλ
-
- Vertragsurkunde θηλ
-
- Vertragsbruch αρσ
- σύμβαση
- Konvention θηλ
- σύμβαση
- Abkommen ουδ
- συμπληρωματική σύμβαση
-
- φορολογική σύμβαση
- Steuerabkommen ουδ
- σύμβαση
- Konvention θηλ
- κατά σύμβαση
-
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
- σύμβαση θηλ αποκλειστικότητας (συμβόλαιο)
- σύμβαση θηλ διαμετακόμισης
- Transitabkommen ουδ
- σύμβαση θηλ μίσθωσης
- Mietvertrag αρσ
- σύμβαση θηλ κατασκευής
- σύμβαση θηλ εκχώρησης