wässrig [ˈvɛsrɪç] ΕΠΊΘ
1. wässrig (Suppe):
- wässrig
-
2. wässrig ΧΗΜ (Lösung):
- wässrig
-
3. wässrig (hell, farblos):
- wässrig
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.