schludrig ΕΠΊΘ
schludrig s. schlud(e)rig
schlud(e)rig [ˈʃluːd(ə)rɪç] ΕΠΊΘ
1. schlud(e)rig (Arbeit):
2. schlud(e)rig (Mann):
3. schlud(e)rig (Frau):
schlud(e)rig [ˈʃluːd(ə)rɪç] ΕΠΊΘ
1. schlud(e)rig (Arbeit):
2. schlud(e)rig (Mann):
3. schlud(e)rig (Frau):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.