I. ehrlich ΕΠΊΘ
1. ehrlich (aufrichtig):
- ehrlich
-
- ehrlich gesagt
-
2. ehrlich (rechtschaffen):
- ehrlich
-
3. ehrlich (gerecht):
- ehrlich
-
II. ehrlich ΕΠΊΡΡ οικ (wirklich)
- ehrlich
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.