Wahlberechtigte(r) <-n, -n> SUBST mf
wahlberechtigt ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Wagnis
- Wagon
- Wahl
- Wahlaufruf
- Wahlausgang
- Wahlberechtigte Wahlberechtigter
- Wahlberechtigung
- Wahlbeteiligung
- Wahlbetrug
- Wahlbezirk
- wählen