Schein <-(e)s, -e> [ʃaɪn] SUBST αρσ
2. Schein nur ενικ (Anschein):
3. Schein (Bescheinigung):
-
- πιστοποιητικό ουδ
4. Schein (Geldschein):
-
- χαρτονόμισμα ουδ
5. Schein ΠΑΝΕΠ:
Euro-Schein <-(e)s, -e> SUBST αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Schein-KG <-, -s> SUBST θηλ
Schein SUBST
-
- ψευδαίσθηση θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.