Schadenersatz <-es> SUBST αρσ ενικ ΝΟΜ
- Schadenersatz
- αποζημίωση θηλ
- Schadenersatz wegen Nichterfüllung
-
- Schadenersatz fordern
-
- jdm Schadenersatz zusprechen
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.