Revisionskläger(in) <-s, -> SUBST αρσ(θηλ) ΝΟΜ
-  Revisionskläger(in)
 -  
 
Revisionsklausel <-, -n> SUBST θηλ ΝΟΜ
revisionsfähig ΕΠΊΘ ΝΟΜ
Revisionsgericht <-(e)s, -e> SUBST ουδ ΝΟΜ
Revisionsabteilung <-, -en> SUBST θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.