Mehrwertsteuer <-, -n> SUBST θηλ mst ενικ
- Mehrwertsteuer
-
- Mehrwertsteuer
- ΦΠΑ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- 150 Euro, Mehrwertsteuer inbegriffen
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- mehrstöckig
- mehrstufig
- mehrstündig
- mehrtägig
- mehrteilig
- Mehrwertsteuer
- mehrwöchig
- Mehrzahl
- Mehrzweckgerät
- meiden
- Meile