Kurze(r) <-n, -n> SUBST αρσ οικ (Kurzschluss)
-
- βραχυκύκλωμα ουδ
Kürze <-> [ˈkʏrtsə] SUBST θηλ ενικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Kurtaxe
- Kurve
- kurven
- kurz
- Kurzarbeit
- Kurze Kurzer
- kürzen
- kurzerhand
- kurzfassen
- Kurzfassung
- Kurzfilm