Körperschaft <-, -en> SUBST θηλ ΝΟΜ
- Körperschaft
- οργανισμός αρσ
- Körperschaft
- ένωση θηλ
- Körperschaft
- σώμα ουδ
- gesetzgebende Körperschaft
-
- gemeinnützige Körperschaft
-
- öffentlich-rechtliche Körperschaft
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.