- Instrument
- (μουσικό) όργανο ουδ
- Instrument ΦΥΣ, ΤΕΧΝΟΛ
- όργανο ουδ
- Instrument ΦΥΣ, ΤΕΧΝΟΛ
- εργαλείο ουδ
- wissenschaftliche Instrumente
- επιστημονικά όργανα
- optische Instrumente
- οπτικά εργαλεία
- Instrument
- εργαλείο ουδ
- chirurgische Instrumente
- χειρουργικά εργαλεία
- Instrument μτφ
- όργανο ουδ
- Instrument μτφ
- μέσο ουδ
- Instrument μτφ
- εργαλείο ουδ
- finanzpolitische Instrumente
- εργαλεία δημοσιονομικής πολιτικής
- Instrument der Währungspolitik
- όργανο της νομισματικής πολιτικής
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.