Barmherzigkeit <-> SUBST θηλ ενικ
1. Barmherzigkeit (Mensch):
2. Barmherzigkeit (Gott):
Hartherzigkeit <-, -en> SUBST θηλ
halbherzig ΕΠΊΘ
Treuherzigkeit <-> SUBST θηλ ενικ
Unbarmherzigkeit <-> SUBST θηλ ενικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.