Gestaltungsklage <-, -n> SUBST θηλ ΝΟΜ
Gestaltungsrecht <-(e)s> SUBST ουδ ενικ ΝΟΜ
Gestaltungswirkung <-, -en> SUBST θηλ ΝΟΜ
Beschäftigungsform <-> SUBST θηλ ενικ ΟΙΚΟΝ
Gestaltung <-, -en> SUBST θηλ
1. Gestaltung (Formung):
-
- διαμόρφωση θηλ
2. Gestaltung (das Organisieren):
-
- διοργάνωση θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.