einheimisch [ˈaɪnhaɪmɪʃ] ΕΠΊΘ
1. einheimisch (Tier, Pflanze, Bevölkerung):
2. einheimisch (Produkt, Industrie):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.