Ausschluss <-es, -schlüsse> SUBST αρσ
1. Ausschluss (aus Partei):
- Ausschluss
- αποβολή θηλ
2. Ausschluss (Fernhaltung, Ausnahme):
- Ausschluss
- αποκλεισμός αρσ
- unter Ausschluss der Öffentlichkeit
-
- unter Ausschluss des Rechtsweges
-
- Ausschluss der Gewährleistung ΟΙΚΟΝ
-
- Ausschluss der Gewährleistungsrechte
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- unter Ausschluss der Öffentlichkeit
- unter Ausschluss des Rechtsweges
- Ausschluss der Gewährleistungsrechte