Adressat <-en, -en> [adrɛˈsaːt] SUBST αρσ
1. Adressat (eines Briefs):
- Adressat
- παραλήπτης αρσ
- Adressat eines Verwaltungsakts ΝΟΜ
-
2. Adressat πλ ΟΙΚΟΝ (eines Wechsels):
- Adressat
-
Adressatin <-, -nen> SUBST θηλ
1. Adressatin (eines Briefs):
2. Adressatin πλ ΟΙΚΟΝ (eines Wechsels):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Adressat eines Verwaltungsakts ΝΟΜ