I. vollkommen ΕΠΊΘ
II. vollkommen ΕΠΊΡΡ
- vollkommen zufrieden, ruhig, einverstanden
-
- vollkommen unmöglich, schwachsinnig, erschöpft
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.